- παραπετάω
- παραπετώ (-άω), παραπέταξα, παραπετάχτηκα, παραπεταγμένος και -μένος1. μτβ., πετώ κάτι παράμερα, ρίχνω στην άκρη: Μην παραπετάς έτσι τα ατομικά σου είδη.2. μτφ., αφήνω, εγκαταλείπω, αδιαφορώ: Παραπέταξε τους γονείς του τώρα που τον χρειάζονται.3. αμτβ., πετώ πολλή ώρα ή πολύ ψηλά: Παραπετά ο αϊτός σου και θα κοπεί η κλωστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.