παραπετάω

παραπετάω
παραπετώ (-άω), παραπέταξα, παραπετάχτηκα, παραπεταγμένος και -μένος
1. μτβ., πετώ κάτι παράμερα, ρίχνω στην άκρη: Μην παραπετάς έτσι τα ατομικά σου είδη.
2. μτφ., αφήνω, εγκαταλείπω, αδιαφορώ: Παραπέταξε τους γονείς του τώρα που τον χρειάζονται.
3. αμτβ., πετώ πολλή ώρα ή πολύ ψηλά: Παραπετά ο αϊτός σου και θα κοπεί η κλωστή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραπετάω — (σπάν. παραπετώ), παραπέταξα, παραπετα(γ)μένος βλ. πίν. 64 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”